BLACK SWAN
του Ντάρεν Αρονόφσκι
με τους Μίλα Κούνις, Νάταλι Πόρτμαν, Κρίστοφερ Γκάρτιν, Γουινόνα Ράιντερ, Βενσάν Κασέλ, Μπάρμπαρα Χέρσεϊ
Η Νίνα είναι μια μπαλαρίνα στην Νέα Υόρκη και ο χορός παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή της, όπως γίνεται συνήθως στα επαγγέλματα αυτά. Ζει με την ψυχαναγκαστική πρώην μπαλαρίνα μητέρα της, η οποία της ασκεί ασφυκτική πίεση. Όταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής Τόμας Λίροϊ αποφασίζει να αντικαταστήσει την πρίμα μπαλαρίνα για την παράσταση "Η Λίμνη των Κύκνων", η Νίνα είναι η πρώτη επιλαχούσα. Η Νίνα θα πρέπει να αποδείξει πως είναι ικανή να ενσαρκώσει, πέρα από τον Λευκό Κύκνο, και τον Μαύρο Κύκνο. Η Λίλι είναι νέα στην ομάδα χορού του Λίροϊ και αποτελεί την σημαντικότερη ανταγωνίστρια της Νίνα για τον περιζήτητο πρωταγωνιστικό ρόλο. Καθώς αναπτύσσεται μια ιδιόμορφη φιλία ανάμεσα στις δύο αντίπαλες χορεύτριες, η Νίνα έρχεται όλο και περισσότερο σε επαφή με την σκοτεινή της πλευρά…
Η Βαθμολογία :
Υπάρχει η τελειότητα;
Κανείς να μην φοβάται την τελειότητα, διότι, ποτέ δεν θα την προσεγγίσει, έλεγε ο Σαλβαντόρ Νταλί , και όμως ο Ντάρρεν Αρονόφσκι, την προσέγγισε κατά πολύ με τον Μαύρο Κύκνο του, με άκρως γοητευτικό αποτέλεσμα. Στόχος: να πραγματοποιηθεί η σύγχρονη παράσταση μπαλέτου του πασίγνωστου έργου της «Λίμνης των Κύκνων» και ειδικότερα η Nina Sayers, ( Natalie Portman) , χορεύτρια, που πασχίζει να επιβιώσει στο αδυσώπητα ανταγωνιστικό περιβάλλον της Νέας Υόρκης, να πάρει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράσταση. Καθώς επιδιώκονται τα παραπάνω, παρακολουθεί ο θεατής, να ξεδιπλώνεται μια υπόθεση, με αρκετά παρόμοια στοιχεία, εμπνευσμένα από το θέμα του περίφημου παραμυθιού.
Είναι μια σύγχρονη « Λίμνη των Κύκνων». Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, ότι πρόκειται για μια κινηματογραφική παράσταση, κατά την οποία η Natalie Portman, δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας, χωρίς διακοπή, έως ότου η ερμηνεία αυτή , φτάσει στην κορύφωσή της. Η Nina είναι εντελώς δοσμένη στο αντικείμενο της, είναι παθιασμένη με αυτό, αφήνει το μυαλό της να εγκαταλείψει κάθε ίχνος λογικής.
Κι όμως η μητέρα της Erica (Barbara Hershey), είναι εκείνη, που φροντίζει για την χορευτική καριέρα της. Την καριέρα, που δεν μπόρεσε να δημιουργήσει εκείνη, ως χορεύτρια. Συμπεριφέρεται περίεργα και καταστρατηγεί την προσωπικότητα της. Δεν της επιτρέπει να αφεθεί, ίσως διότι δεν έχει δικαίωμα να μην πετύχει η κόρη της, αυτό, που δεν πέτυχε εκείνη στα νιάτα της. Ίσως, διότι η κόρη της, στάθηκε εμπόδιο στα δικά της χορευτικά βήματα και τα απωθημένα της μεταμφιέζονται σε αυταρχικότητα, υπερπροστασία και μη φυσιολογική στάση μητέρας προς την ενήλικη πλέον κόρη της. Όπως και να έχει, η ιδιόρρυθμη συμπεριφορά της, συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό τόσο στην έντονη καταπίεση, που υφίσταται η Νίνα, όσο και στην διακαή αναζήτηση της τέλειας τεχνικής εκ μέρους της.
Ο Thomas Leroy (Vincent Cassel), θυμίζει τον χαρακτήρα του Boris Lermontov (Anton Walbrook), στο «The Red Shoes» (1948), ο οποίος μεντοράρει το νέο ταλέντο, που ανακάλυψε και προσπαθεί να του εκμαιεύσει αυτό, που επιζητά για την παράσταση του σε επίπεδο ερμηνείας. Αναπτύσσει μαζί με την καινούρια του ανακάλυψη, μία σχέση, όχι ακριβώς ερωτική, αλλά πασπαλισμένη με λίγο ερωτισμό, πολλή απαίτηση και υπεροψία σε ορισμένες φάσεις, από την πλευρά του . Ενώ η Lily ( Mila Kunis), αναζωπυρώνει το ανταγωνιστικό αίσθημα της Nina απέναντι της και την οδηγεί εν τέλει στην υπέρβαση του ίδιου της του εαυτού.
Ο Μαύρος Κύκνος, του οποίου το σενάριο, κέντησαν αριστοτεχνικά οι Mark Heyman, Andres Heinz and John J. McLaughlin, ρίχνει τους προβολείς, όχι μόνο στην εμμονή της Nina, αλλά και στις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας των χορευτών μπαλέτου στον πλανήτη της Νέας Υόρκης. Διαπλέκονται η ακατάπαυστη προσπάθεια για μια θέση στον ήλιο με τον ανελέητο ανταγωνισμό και την αιματηρή δουλειά. Όταν φτάσει σε μια συγκεκριμένη ηλικία η πρώην πρωταγωνίστρια Beth (Winona Ryder),την οποία αντικαθιστά η Nina Sayers είναι πεταμένο χαρτί και οδηγείται στην απελπισία και στην αυτοκαταστροφή. H Nina, αποδεικνύει με τα πληγωμένα δάχτυλα των ποδιών της και την τάση της να ξερνάει το λιγοστό φαγητό της, αλλά και η μητέρα της Erica, που αναγκάζεται, λόγω εγκυμοσύνης, να σταματήσει το μπαλέτο, όχι κατ’επιλογήν, αλλά γιατί απορρίπτεται, λόγω κατάστασης, την τραχύτητα των θυσιών, που πραγματοποιούν οι καλλιτέχνες του μπαλέτου.
Η ταινία ανοίγει με ένα όνειρο, που υλοποιείται, αλλά μέσα στην πραγματικότητα παρεμβαίνει συχνά το όραμα και ο παραλογισμός. Κυριαρχούν σκηνοθετικά, οι ψευδαισθήσεις-είδωλα σε καθρέφτη, η παραλλαγή της Nina στον κακό της εαυτό, τα πρόσωπα, που μοιάζουν, η ανάμειξη της υψηλής αισθητικής και του ρομαντισμού με τα σκοτεινά και ανατριχιαστικά στοιχεία, η σεξουαλικότητα ως απελευθέρωση της τρομερής πίεσης και ως αποκύημα παράνοιας. Επιπλέον, επικρατεί και μία κλειστοφοβική ατμόσφαιρα τόσο στη σκηνή στον υπόνομο, όσο και στο διαμέρισμα της Nina, ενδεχομένως, για να αποκαλυφθεί η ένταση, που κατείχε το μυαλό της πρωταγωνίστριας, αλλά και ο περιορισμός, που υφίστατο. Ο David Aronofski, συνεργάζεται με τον κινηματογραφιστή του Matthew Libatique, ο οποίος τραβάει πολύ σε 16 mm φίλμ δια χειρός, αλλά και ψηφιακά.
Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς τόσο πάθος με λέξεις. Ο Aronofski σκηνοθετεί με πάθος , η Natalie ερμηνεύει με πάθος έναν σχιζοφρενικά παθιασμένο με την τέχνη του χαρακτήρα και όλα οδηγούν σε έναν κόσμο, που μετεωρίζεται ανάμεσα σε πραγματικότητα και όνειρα. Το στοιχείο αυτό, άλλωστε συναντάται συχνά, σε ταινίες του, όπως στο « The Wrestler», όπου ο Randy Robinson (Mickey Rourke), ξεπερνάει τον εαυτό του και τα δίνει όλα για όλα, όντας πολιορκημένος από το πάθος του για την προσέγγιση του τέλειου. Το ίδιο συμβαίνει και με την Nina, παρ’όλο, που βρίσκονται σε δύο διαφορετικές φάσεις στην ζωή τους. Μόνο, που η Nina, εξερευνά κάθε πτυχή του εαυτού της, συγχίζεται, εκρήγνυται και στο τέλος μεγαλουργεί, καταλήγοντας στο υπέρτατο σημείο, μια στιγμή, που διαρκεί λίγο, αλλά αρκεί για να σαγηνεύσει, ακόμα και τον πιο δύσκολο θεατή.