4/12 - Ημέρα κατά των ναρκών


Η Διεθνής Ημέρα κατά των Ναρκών εορτάζεται κάθε χρόνο στις 4 Απριλίου. Καθιερώθηκε με πρωτοβουλία της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ το Νοέμβριο του 2005, προκειμένου να ευαισθητοποιήσει τους πολίτες του κόσμου σχετικά με τα ναρκοπέδια και την ανάγκη εξάλειψής τους.



Η Διεθνής Εκστρατεία για την Απαγόρευση των Ναρκών (International Campaign to Ban Landmines) είναι μία συμμαχία μη κυβερνητικών οργανώσεων, στόχος της οποίας είναι να σταματήσει η παραγωγή και η χρήση των ναρκών κατά προσωπικού.

Ο οργανισμός και η επικεφαλής εκπρόσωπος του, Τζόντι Ουίλιαμς, έλαβαν από κοινού το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1997, ως επιβράβευση για την προσπάθειά τους.

Η συμμαχία σχηματίστηκε το 1992 όταν έξι οργανισμοί με παραπλήσια ενδιαφέροντα, το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch, Μέντικο Ιντερνάσιοναλ (medico international), Διεθνής Αναπηρία (Handicap International), Γιατροι για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (Physicians for Human Rights), Ίδρυμα Βετεράνων του Βιετνάμ της Αμερικής (Vietnam Veterans of America Foundation) και η Συμβουλευτική Ομάδα Ναρκών (Mines Advisory Group), συμφώνησαν να συνεργαστούν στον κοινό τους στόχο. Η εκστρατεία αυτή έχει μεγαλώσει από τότε και εξελίχτηκε σε ένα δίκτυο περισσότερων από 1.400 οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων ομάδων που ασχολούνται με τις γυναίκες, τα παιδιά, τους βετεράνους, τη θρησκεία, το περιβάλλον, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον έλεγχο των εξοπλισμών, την ειρήνη και την ανάπτυξη, σε 90 χώρες, τοπικής, εθνικής και διεθνούς δράσης με στόχο την εξάλειψη των ναρκών ξηράς. Επιφανής υποστηρίκτρια του εγχειρήματος ήταν η πριγκίπισσα Νταϊάνα.

Ο οργανισμός μέσω του ευέλικτου δικτύου των οργανισμών που τον απαρτίζουν, παραμένει δεσμευμένος στη διεθνή απαγόρευση της χρήσης, παραγωγής, αποθήκευσης και μεταφοράς των ναρκών κατά προσωπικού, και για ανθρωπιστικά προγράμματα αποναρκοθέτησης και παροχής βοήθειας στα θύματα των ναρκών. Παρακολουθεί ακόμη την κατάσταση αναφορικά με τις νάρκες σε ολόκληρο τον κόσμο, μέσω ενός δικτύου ερευνητών, που εκδίδουν το ετήσια έκθεση του παρατηρητηρίου ναρκών (Landmine Monitor Report), διενεργεί διαμεσολαβητικές δραστηριότητες, ασκεί πίεση για την εφαρμογή και τη διεθνοποίηση της συνθήκης της Οττάβα, για ανθρωπιστικά προγράμματα για τις περιοχές που έχουν πληγεί από τις νάρκες, για την υποστήριξη των επιζώντων, των οικογενειών τους και των κοινωνιών τους, και τον τερματισμό της παραγωγής, της χρήσης και της διακίνησης ναρκών, συμπεριλαμβανομένων και των μη κρατών μελών. Ο οργανισμός συμμετέχει σε περιοδικές συσκέψεις της «συνθήκης για την απαγόρευση των ναρκών», προτρέπει τις χώρες, που δεν έχουν υπογράψει τη συνθήκη να το πράξουν και τις υπόλοιπες να τη σεβαστούν, καταδικάζει τη χρήση ναρκών και προωθεί την ευαισθητοποίηση του κοινού και τη συζήτηση σχετικά με το θέμα των ναρκών, οργανώνει εκδηλώσεις και προσπαθεί να προσελκύσει το ενδιαφέρων των μέσων ενημέρωσης.

 Η μεγαλύτερη επιτυχία της εκστρατείας ήταν το 1999, όταν τέθηκε σε ισχύ η συνθήκη της Οττάβα, η οποία απαγορεύει τη χρήση ναρκών κατά προσωπικού. Ωστόσο μερικές χώρες, όπως είναι οι Η.Π.Α., η Ρωσία και η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας αρνήθηκαν να υπογράψουν τη σύμβαση. Το 2004, η πρώτη αναθεωρητική διάσκεψη της συνθήκης, «Διάσκεψη Κορυφής του Ναϊρόμπι για έναν κόσμο απαλλαγμένο από νάρκες» , διεξήχθη στο Ναϊρόμπι της Κένυας. Η σύνοδος αυτή θέσπισε το Σχέδιο Δράσης του Ναϊρόμπι, για το 2005 - 2009, ένα σχέδιο με 70 σημεία δράσης, τα οποία ανέλαβαν να εφαρμόσουν οι χώρες μέλη της σύμβασης στα πλαίσια του πενταετούς χρονοδιαγράμματος.
Η Συνθήκη για την Κατάργηση των Ναρκών κατά Προσωπικού ή απλά Συνθήκη της Οττάβα είναι η διεθνής συμφωνία που απαγορεύει τις νάρκες κατά προσωπικού. Η επίσημη ονομασία της είναι The Convention on the Prohibition, Use, Stockpiling, Production and Transfer of Antipersonnel Mines and on Their Destruction.
Το Δεκέμβριο του 1997, 122 κυβερνήσεις υπέγραψαν τη συνθήκη στην Οττάβα του Καναδά. Τέθηκε σε ισχύ και ενσωματώθηκε στο διεθνές δίκαιο το Μάρτιο του 1999, ταχύτερα από κάθε άλλη ανάλογη συνθήκη.
Η συνθήκη υποχρεώνει τα κράτη μέλη να βάλουν ένα τέλος στην ταλαιπωρία και τις απώλειες που προκαλούνται από τις νάρκες κατά προσωπικού μέσω της διευθέτησης των υπαρχόντων προβλημάτων που προκύπτουν από τις νάρκες και της αποφυγής ανάλογων μελλοντικών προβλημάτων. Οι κύριες υποχρεώσεις των μελών που πηγάζουν από τη συνθήκη είναι οι ακόλουθες:
να μη χρησιμοποιούν ποτέ νάρκες κατά προσωπικού, ούτε να τις «αναπτύξουν, πράξουν, αποκτήσουν, αποθηκεύσουν, διατηρήσουν και διακινήσουν».
να καταστρέψουν τα αποθέματα ναρκών εντός μίας τετραετίας από την έναρξη ισχύος της συνθήκης.
να καταστρέψουν τις νάρκες που βρίσκονται εντός της επικράτειας τους μέσα σε μία δεκαετία.
στις χώρες που έχουν πληγεί από τις νάρκες, να ευαισθητοποιήσουν τους πολίτες και να εξασφαλίσουν ότι οι πληγέντες από τις
να παρέχουν βοήθεια σε άλλα κράτη μέλη της σύμβασης, για παράδειγμα στην περίθαλψη των επιζώντων ή σε προγράμματα καθαρισμού ναρκών.
να υιοθετήσουν μέτρα εφαρμογής της σύμβασης, για παράδειγμα μέσω της εθνικής νομοθεσίας, ώστε να εξασφαλίσουν ότι οι όροι της εφαρμόζονται στην επικράτεια τους.

Το 2005 το Παρατηρητήριο εντόπισε τουλάχιστον 84 χώρες και 8 περιοχές που σχετίζονταν με νάρκες και εκρηκτικά. 54 από αυτές τις χώρες συμμετέχουν στη συνθήκη της Οττάβα. Το ίδιο έτος υπολογίστηκε ότι περισσότερα από 200.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα καλύπτονταν από νάρκες. Μέχρι το Μάιο του 2004 τρείς χώρες χρησιμοποιούσαν επιβεβαιωμένα νάρκες κατά προσωπικού: η Μιανμάρ, το Νεπάλ, και η Ρωσία. Το Νεπάλ σταμάτησε την ενέργεια του αυτή από τα μέσα του 2006. Ωστόσο μέχρι και σήμερα 13 χώρες παράγουν τις νάρκες αυτές: η Μιανμάρ, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, η Κούβα, η Ινδία, το Ιράν, η Βόρεια Κορέα, η Νότια Κορέα, το Νεπάλ , το Πακιστάν, η Ρωσία, η Σιγκαπούρη, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, και το Βιετνάμ. Πριν την υπογραφή της συνθήκης της Οττάβα 131 κράτη κατείχαν αποθέματα, που ξεπερνούσαν με βάση εκτιμήσεις τις 260 εκατομμύρια νάρκες. Το Παρατηρητήριο εκτιμά ότι 54 χώρες διαθέτουν αποθέματα, που κυμαίνονται στα 180 εκατομμύρια. Η χρήση ναρκών κατά προσωπικού και παρεμφερών εκρηκτικών συσκευών έχει αναφερθεί σε έξι κράτη μέλη της σύμβασης της Οττάβα (Μπουρούντι, Κολομβία, Ιράκ, Φιλιππίνες, Τουρκία και Ουγκάντα) και σε επτά μη μέλη (Μιανμάρ, Γεωργία, Ινδία, Νεπάλ, Πακιστάν, Σομαλία και Ρωσία).
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 υπάρχει μία ντε φάκτο απαγόρευση της διακίνησης και εξαγωγής ναρκών κατά προσωπικού. Από τότε δεν υπάρχει τεκμηριωμένη μεταφορά μεταξύ χωρών ή πολιτειών. Υποστηρίζεται ότι το εμπόριο των ναρκών αυτών έχει συρρικνωθεί σε ένα πολύ μικρό επίπεδο παράνομης διακίνησης και ανεπιβεβαίωτης εμπορίας.